σαραπιακός

σαραπιακός
σᾰρᾱπιᾰκός, ή, όν,
A of Sarapis, φανίον ς. name of a plaster, Gal.12.744.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαραπιακός — ή, όν, Α [Σάραπις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σάραπι 2. φρ. «φανίον σαραπιακόν» ονομασία εμπλάστρου …   Dictionary of Greek

  • σαραπιακόν — σαραπιακός of Sarapis masc acc sg σαραπιακός of Sarapis neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”